αγκαθιαστός

αγκαθιαστός
-ή, -ό [αγκαθιάζω]
ο γεμάτος αγκάθια, αγκαθωτός, αγκαθερός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγκάθιαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει αγκάθια 2. αυτός που δεν τρυπήθηκε, δεν τσιμπήθηκε από αγκάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκαθιαστός με αναβίβαση του τόνου, επειδή θεωρήθηκε το αρχικό α ως στερητ.] …   Dictionary of Greek

  • αγκάθιαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει αγκάθια: Το χωράφι αγκάθιαστο έδειχνε πως είχε καλό νοικοκύρη. 2. ανώδυνος: Ως τα τώρα η ζωή του ήταν αγκάθιαστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγκαθιάζω — 1. (για αγρούς) γεμίζω αγκάθια 2. τρυπώ, τσιμπώ με αγκάθι 3. περιφράσσω προστατευτικά με αγκαθερά φυτά, λ.χ. έναν κήπο 4. παρατηρώ, ερευνώ με πολλή προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκάθι. ΠΑΡ. αγκάθιασμα, αγκαθιασμένος, αγκαθιαστός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”